- κλωνόγυρτος
- και κλωνόγερτος, -η, -οαυτός τού οποίου τα κλαδιά γέρνουν προς το έδαφος («κλωνόγυρτη ετιά», Σολωμ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κλῶνος + -γυρτος (< γυρτός < γέρνω), πρβλ. μισό-γυρτος, ολό-γυρτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1823 στον Διονύσιο Σολωμό].
Dictionary of Greek. 2013.